τρικλίζω

τρικλίζω
τρίκλισα, και τρεκλίζω αμτβ., κλονίζομαι στο βάδισμα, παραπατώ, παραπαίω: Μέθυσε και ήρθε τρικλίζοντας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρικλίζω — τρικλίζω, τρίκλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > …   Dictionary of Greek

  • βαμβαίνω — (Α) 1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου 2. τραυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η… …   Dictionary of Greek

  • νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] …   Dictionary of Greek

  • παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… …   Dictionary of Greek

  • παραπέφτω — 1. πέφτω παράμερα από αμέλεια ή από απροσεξία («παράπεσε κάπου ο λογαριασμός και δεν τον πλήρωσα») 2. παραπαίω, τρικλίζω («παραπέφτει απ την αδυναμία») …   Dictionary of Greek

  • παραπαίω — ΝΑ νεοελλ. 1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω 2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω αρχ. 1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως 2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο 3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα… …   Dictionary of Greek

  • παραπατώ — (I) άω, Α [απατώ] εξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω. (II) άω [πατώ] 1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του») 2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω 3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ …   Dictionary of Greek

  • τρίκλισμα — και τρέκλισμα, το, Ν [τρικλίζω/ τρεκλίζω] κλονισμός κατά τη βάδιση, παραπάτημα …   Dictionary of Greek

  • τρεκλίζω — Ν βλ. τρικλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”